- ἐνίῃσι
- ἔνειμιsumpres subj act 3rd sg (epic)ἔνιοιsomefem dat pl (epic ionic)ἐνίημιsend inpres subj act 3rd sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐνίησι — ἔνειμι sum pres subj act 3rd sg (epic) ἐνίημι send in pres ind act 3rd sg ἐνίημι send in pres subj act 3rd sg (epic) ἐνίημι send in pres subj mp 2nd sg (epic) ἐνίημι send in aor subj mid 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενίημι — (Α ἐνίημι) [ίημι] 1. νεοελλ. (για φάρμακα, δηλητήρια) εισάγω με σύριγγα στο σώμα, κάνω ένεση, εγχέω θεραπευτικό υγρό αρχ. 1. στέλνω μέσα, εμβάλλω, ρίχνω μέσα 2. εμβάλλω κάτι στην ψυχή κάποιου, εμπνέω («πὰρ δέ μοι στῆθι μένος πολυθαρσὲς ἐνεῑσα»… … Dictionary of Greek
εναρίθμιος — ἐναρίθμιος, ον (Α) 1. ο συγκαταριθμούμένος με άλλους («ἐνίησι πατὴρ ἐναρίθμιον εἶναι», Οδ.) 2. ο υπολογίσιμος, αυτός που υπολογίζεται, που λογαριάζεται 3. (κατά τον Ησύχ.) «ἐναρίθμια φίλα, συνήθη» … Dictionary of Greek